ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… … Dictionary of Greek
ὀμνύω — ὄμνυμι swear pres subj act 1st sg ὄμνυμι swear pres subj act 1st sg ὄμνυμι swear pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόνω — ομνύω, ορκίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. που έχει σχηματιστεί υποχωρητ. από τον αόρ. ὤμοσα τού ρ. ὄμνυμι / ὀμνύω] … Dictionary of Greek
αμόνω — και αμώνω ομνύω, ομώνω, ορκίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμόνω < ομόνω, μεταπλασμένος τ. τού ὀμνύω από τον αόρ. και μέλλ. ὤμοσα, ὀμόσω γι αυτό και η γραφή με ο (αμόνω). Η γραφή τού ρήματος ως αμώνω αναλογικά προς τα πολλά ρ. σε ώνω] … Dictionary of Greek
μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… … Dictionary of Greek
προσόμνυμι — και προσομνύω και δωρ. τ. ποτόμνυμι Α 1. ορκίζομαι μια ακόμη φορά, κάνω έναν επί πλέον όρκο («οἱ δὲ βάρβαροι προσώμοσαν καὶ ἡγήσεσθαι ἀδόλως», Ξεν.) 2. περιλαμβάνω κάτι ακόμη σε έναν όρκο, κάνω μια προσθήκη σε όρκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * / ποτ (βλ … Dictionary of Greek
συνομνύω — ΝΑ, και συνόμνυμί και αττ. τ. ξυνομνύω και ξυνόμνυμι Α (στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) συνωμοτώ («πάντων Πελοποννησίων συνομοσαντων ἐπὶ σοί», Ηρόδ.) αρχ. 1. ορκίζομαι μαζί με άλλον 2. υπόσχομαι κάτι παίρνοντας όρκο («ξυνώμοσαν μὲν θάνατον ἀθλίῳ… … Dictionary of Greek
όμνυμι — ὄμνυμι (Α) βλ. ομνύω … Dictionary of Greek
ԵՐԴՆՈՒՄ — (դուայ, դուի՛ր, դուեալ.) NBH 1 0674 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c ն.չ. ὁμόω, ὁμνύω, ὅμνυμι juro Տալ զանունն աստուծոյ եւ աստուածայնոց ի հաստատութիւն բանին. երդուիլ, երդուըննալ, երդում ընել. ... *Երդուի՛ր ինձ յաստուած՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
omǝ- — omǝ English meaning: to proceed with energy; to make firm; to suffer Deutsche Übersetzung: “energisch vorgehen”; out of it “fest worauf bestehen, festmachen = eidlich bekräftigen” and “zusetzen, quälen, schädigen” Material: O.Ind … Proto-Indo-European etymological dictionary
ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ II — Язык Евангелий Проблема новозаветного греческого Дошедшие до нас оригинальные тексты НЗ написаны на древнегреч. языке (см. ст. Греческий язык); существующие версии на др. языках это переводы с греческого (или с др. переводов; о переводах… … Православная энциклопедия